Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάθημα
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρέω
View word page
ἀναιδής
ἀναιδής αἰδώς shameless, Hom., Soph. c. gen., ἀναιδέα δηϊοτῆτος insatiate of strife, Il. of things, λᾶας ἀναιδής the reckless stone, of Sisyphus, Od.; ἔργʼ ἀναιδῆ Soph.: —τὸ ἀναιδές, contr. τἀνειδές, ἀναίδεια, Eur.; ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Hdt. adv. -δῶς, Soph., etc.

ShortDef

shameless

Debugging

Headword:
ἀναιδής
Headword (normalized):
ἀναιδής
Headword (normalized/stripped):
αναιδης
IDX:
2213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2214
Key:
a)naidh/s

Data

{'content': 'ἀναιδής\n αἰδώς\n shameless, Hom., Soph.\n c. gen., ἀναιδέα δηϊοτῆτος insatiate of strife, Il.\n of things, λᾶας ἀναιδής the reckless stone, of Sisyphus, Od.; ἔργʼ ἀναιδῆ Soph.: —τὸ ἀναιδές, contr. τἀνειδές, ἀναίδεια, Eur.; ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Hdt.\n adv. -δῶς, Soph., etc.', 'key': 'a)naidh/s'}