Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
View word page
ἀναιδεύομαι
ἀναιδεύομαι from ἀναιδής. Dep. to behave impudently, Ar.
ShortDef
to behave impudently
Debugging
Headword:
ἀναιδεύομαι
Headword (normalized):
ἀναιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αναιδευομαι
IDX:
2212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2213
Key:
a)naideu/omai
Data
{'content': 'ἀναιδεύομαι\n from ἀναιδής.\n Dep. to behave impudently, Ar.', 'key': 'a)naideu/omai'}