Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
νέρθε
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νέρτερος
νέρτος
νεῦμα
νευρά
νευρειή
νευρή
νευρολάλος
νεῦρον
νευροπλεκής
νευρορραφέω
View word page
νερτεροδρόμος
νερτεροδρόμος νερτερο-δρόμος, ου, the courier of the dead, Luc.

ShortDef

the courier of the dead

Debugging

Headword:
νερτεροδρόμος
Headword (normalized):
νερτεροδρόμος
Headword (normalized/stripped):
νερτεροδρομος
IDX:
22099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22121
Key:
nerterodro/mos

Data

{'content': 'νερτεροδρόμος\n νερτερο-δρόμος, ου,\n the courier of the dead, Luc.', 'key': 'nerterodro/mos'}