Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
νέρθε
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νέρτερος
νέρτος
νεῦμα
νευρά
νευρειή
View word page
νεόχνοoς
νεόχνοoς νεό-χνοoς, ον, with the first down or beard, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεόχνοoς
Headword (normalized):
νεόχνοoς
Headword (normalized/stripped):
νεοχνοoς
IDX:
22094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22116
Key:
neo/xnous

Data

{'content': 'νεόχνοoς\n νεό-χνοoς, ον,\n with the first down or beard, Anth.', 'key': 'neo/xnous'}