Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
νέρθε
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νέρτερος
νέρτος
νεῦμα
View word page
νεοχμός
νεοχμός νεοχμός, όν = νέος new, Aesch., Eur., Ar. of political innovations, νεοχμόν τι ποιέειν, νεοχμόω, Hdt.
ShortDef
new
Debugging
Headword:
νεοχμός
Headword (normalized):
νεοχμός
Headword (normalized/stripped):
νεοχμος
IDX:
22092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22114
Key:
neoxmo/s
Data
{'content': 'νεοχμός\n νεοχμός, όν\n = νέος\n new, Aesch., Eur., Ar.\n of political innovations, νεοχμόν τι ποιέειν, νεοχμόω, Hdt.', 'key': 'neoxmo/s'}