Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
νέρθε
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νέρτερος
νέρτος
View word page
νεοχάρακτος
νεοχάρακτος νεο-χάρακτος, ον, χαράσσω newly imprinted, Soph.

ShortDef

newly imprinted

Debugging

Headword:
νεοχάρακτος
Headword (normalized):
νεοχάρακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοχαρακτος
IDX:
22091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22113
Key:
neoxa/raktos

Data

{'content': 'νεοχάρακτος\n νεο-χάρακτος, ον,\n χαράσσω\n newly imprinted, Soph.', 'key': 'neoxa/raktos'}