Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
νέρθε
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νέρτερος
View word page
νεόφυτος
νεόφυτος νεό-φῠτος, ον, newly planted: metaph. a new convert, neophyte, NTest.

ShortDef

newly planted

Debugging

Headword:
νεόφυτος
Headword (normalized):
νεόφυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοφυτος
IDX:
22090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22112
Key:
neo/futos

Data

{'content': 'νεόφυτος\n νεό-φῠτος, ον,\n newly planted: metaph. a new convert, neophyte, NTest.', 'key': 'neo/futos'}