Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
νέρθε
νερτέριος
νερτεροδρόμος
View word page
νεόφονος
νεόφονος νεό-φονος, ον, of blood, fresh-shed, Eur.
ShortDef
fresh-shed
Debugging
Headword:
νεόφονος
Headword (normalized):
νεόφονος
Headword (normalized/stripped):
νεοφονος
IDX:
22089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22111
Key:
neo/fonos
Data
{'content': 'νεόφονος\n νεό-φονος, ον,\n of blood, fresh-shed, Eur.', 'key': 'neo/fonos'}