Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
νεόω
νέπους
View word page
νεουργός
νεουργός νε-ουργός, όν *ἔργω new-made, Plat., Plut.
ShortDef
new-made
shipbuilder
Debugging
Headword:
νεουργός
Headword (normalized):
νεουργός
Headword (normalized/stripped):
νεουργος
IDX:
22086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22108
Key:
neourgo/s1
Data
{'content': 'νεουργός\n νε-ουργός, όν\n *ἔργω\n new-made, Plat., Plut.', 'key': 'neourgo/s1'}