Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχνοoς
View word page
νεότροφος
νεότροφος νεό-τροφος, ον, τρέφω = νεοτρεφής, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεότροφος
Headword (normalized):
νεότροφος
Headword (normalized/stripped):
νεοτροφος
IDX:
22084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22106
Key:
neo/trofos

Data

{'content': 'νεότροφος\n νεό-τροφος, ον,\n τρέφω\n = νεοτρεφής, Aesch.', 'key': 'neo/trofos'}