Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
View word page
νεότομος
νεότομος νεό-τομος, ον, τέμνω fresh cut or ploughed, Aesch.; ν. πλήγματα newly inflicted, Soph. fresh cut off, fresh cut, ἕλιξ Eur.

ShortDef

fresh cut

Debugging

Headword:
νεότομος
Headword (normalized):
νεότομος
Headword (normalized/stripped):
νεοτομος
IDX:
22083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22105
Key:
neo/tomos

Data

{'content': 'νεότομος\n νεό-τομος, ον,\n τέμνω\n fresh cut or ploughed, Aesch.; ν. πλήγματα newly inflicted, Soph.\n fresh cut off, fresh cut, ἕλιξ Eur.', 'key': 'neo/tomos'}