Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
View word page
νεοτόκος
νεοτόκος νεο-τόκος, ον, τίκτω having just brought forth, Eur.
ShortDef
having just brought forth
Debugging
Headword:
νεοτόκος
Headword (normalized):
νεοτόκος
Headword (normalized/stripped):
νεοτοκος
IDX:
22082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22104
Key:
neoto/kos
Data
{'content': 'νεοτόκος\n νεο-τόκος, ον,\n τίκτω\n having just brought forth, Eur.', 'key': 'neoto/kos'}