Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφυτος
νεοχάρακτος
View word page
νεότμητος
νεότμητος νεό-τμητος, Doric νεό-τμᾱτος, ον, newly cut, Theocr.

ShortDef

newly cut

Debugging

Headword:
νεότμητος
Headword (normalized):
νεότμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοτμητος
IDX:
22081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22103
Key:
neo/tmhtos

Data

{'content': 'νεότμητος\n νεό-τμητος, Doric νεό-τμᾱτος, ον,\n newly cut, Theocr.', 'key': 'neo/tmhtos'}