Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
νεόφονος
View word page
νεοτευχής
νεοτευχής νεο-τευχής, ές τεύχω newly made, Il.

ShortDef

newly made

Debugging

Headword:
νεοτευχής
Headword (normalized):
νεοτευχής
Headword (normalized/stripped):
νεοτευχης
IDX:
22079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22101
Key:
neoteuxh/s

Data

{'content': 'νεοτευχής\n νεο-τευχής, ές\n τεύχω\n newly made, Il.', 'key': 'neoteuxh/s'}