Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
νεόφοιτος
View word page
νεότευκτος
νεότευκτος νεό-τευκτος, ον, newly wrought, Il.

ShortDef

newly wrought

Debugging

Headword:
νεότευκτος
Headword (normalized):
νεότευκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοτευκτος
IDX:
22078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22100
Key:
neo/teuktos

Data

{'content': 'νεότευκτος\n νεό-τευκτος, ον,\n newly wrought, Il.', 'key': 'neo/teuktos'}