Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγλωσσος
ἆγμα
ἀγμός
ἄγναμπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
ἁγνεύω
ἁγνίζω
ἅγνισμα
ἁγνιστέος
ἀγνοέω
ἀγνόημα
ἄγνοια
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνότης
ἄγνυμι
ἀγνωμονέω
ἀγνωμοσύνη
View word page
ἁγνιστέος
ἁγνιστέος verb. adj. of ἁγνίζω to be purified, Eur.
ShortDef
to be purified
Debugging
Headword:
ἁγνιστέος
Headword (normalized):
ἁγνιστέος
Headword (normalized/stripped):
αγνιστεος
IDX:
221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n221
Key:
a(gniste/os
Data
{'content': 'ἁγνιστέος\n verb. adj. of ἁγνίζω\n to be purified, Eur.', 'key': 'a(gniste/os'}