Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
νεούτατος
View word page
νεοτελής
νεοτελής νεο-τελής, ές τέλος newly initiated, Plat.
ShortDef
newly initiated
Debugging
Headword:
νεοτελής
Headword (normalized):
νεοτελής
Headword (normalized/stripped):
νεοτελης
IDX:
22077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22099
Key:
neotelh/s
Data
{'content': 'νεοτελής\n νεο-τελής, ές\n τέλος\n newly initiated, Plat.', 'key': 'neotelh/s'}