Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νέος
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
νεουργός
View word page
νεοσφαγής
νεοσφαγής νεο-σφᾰγής, ές σφάζω fresh-slain, Soph., Eur.
ShortDef
fresh-slain
Debugging
Headword:
νεοσφαγής
Headword (normalized):
νεοσφαγής
Headword (normalized/stripped):
νεοσφαγης
IDX:
22076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22098
Key:
neosfagh/s
Data
{'content': 'νεοσφαγής\n νεο-σφᾰγής, ές\n σφάζω\n fresh-slain, Soph., Eur.', 'key': 'neosfagh/s'}