Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοσπάς
νέος
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
νεοτόκος
νεότομος
νεότροφος
νεουργέω
View word page
νεόστροφος
νεόστροφος νεό-στροφος, ον, στρέφω newly twisted, νευρή Il.
ShortDef
newly twisted
Debugging
Headword:
νεόστροφος
Headword (normalized):
νεόστροφος
Headword (normalized/stripped):
νεοστροφος
IDX:
22075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22097
Key:
neo/strofos
Data
{'content': 'νεόστροφος\n νεό-στροφος, ον,\n στρέφω\n newly twisted, νευρή Il.', 'key': 'neo/strofos'}