Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νέος
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεότμητος
View word page
νεοσσίς
νεοσσίς νεοσσίς, Attic νεοττίς, ίδος, ἡ, = νεόσσιον, of a girl, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοσσίς
Headword (normalized):
νεοσσίς
Headword (normalized/stripped):
νεοσσις
IDX:
22071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22093
Key:
neossi/s

Data

{'content': 'νεοσσίς\n νεοσσίς, Attic νεοττίς, ίδος, ἡ,\n = νεόσσιον, of a girl, Anth.', 'key': 'neossi/s'}