Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νέορτος
νεοσίγαλος
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νέος
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
νεόστροφος
νεοσφαγής
νεοτελής
νεότευκτος
νεοτευχής
View word page
νεοσσιά
νεοσσιά νεοσσιά, Ionic -ιή, Attic νεοττιά, ἡ, νεοσσός a nest of young birds, a nest, Hdt., Attic
ShortDef
a nest of young birds, a nest
Debugging
Headword:
νεοσσιά
Headword (normalized):
νεοσσιά
Headword (normalized/stripped):
νεοσσια
IDX:
22069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22091
Key:
neossia/
Data
{'content': 'νεοσσιά\n νεοσσιά, Ionic -ιή, Attic νεοττιά, ἡ,\n νεοσσός\n a nest of young birds, a nest, Hdt., Attic', 'key': 'neossia/'}