Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νεόρρυτος
νέορτος
νεοσίγαλος
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάς
νέος
νεόσπορος
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεοσσίον
νεοσσίς
νεοσσοκόμος
νεοσσός
νεοσσοτροφέω
View word page
νεοσπαδής
νεοσπαδής νεο-σπᾰδής, ές σπάω newly drawn, Aesch.

ShortDef

newly drawn

Debugging

Headword:
νεοσπαδής
Headword (normalized):
νεοσπαδής
Headword (normalized/stripped):
νεοσπαδης
IDX:
22064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22086
Key:
neospadh/s

Data

{'content': 'νεοσπαδής\n νεο-σπᾰδής, ές\n σπάω\n newly drawn, Aesch.', 'key': 'neospadh/s'}