Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναθαρσύνω
ἀνάθεμα
ἀναθεματίζω
ἀναθερμαίνω
ἀναθετέος
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
View word page
ἀνάθρεμμα
ἀνάθρεμμα ἀνατρέφω a nursling, Theocr.
ShortDef
a nursling
Debugging
Headword:
ἀνάθρεμμα
Headword (normalized):
ἀνάθρεμμα
Headword (normalized/stripped):
αναθρεμμα
IDX:
2207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2208
Key:
a)na/qremma
Data
{'content': 'ἀνάθρεμμα\n ἀνατρέφω\n a nursling, Theocr.', 'key': 'a)na/qremma'}