Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νεόρρυτος
νέορτος
νεοσίγαλος
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
View word page
νεόπριστος
νεόπριστος νεό-πριστος, ον πρίω fresh-sawn, Od.

ShortDef

fresh-sawn

Debugging

Headword:
νεόπριστος
Headword (normalized):
νεόπριστος
Headword (normalized/stripped):
νεοπριστος
IDX:
22053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22075
Key:
neo/pristos

Data

{'content': 'νεόπριστος\n νεό-πριστος, ον\n πρίω\n fresh-sawn, Od.', 'key': 'neo/pristos'}