Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νεόρρυτος
νέορτος
νεοσίγαλος
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
View word page
νεοπρεπής
νεοπρεπής νεο-πρεπής, ές πρέπω befitting young people, youthful, extravagant, Plut.

ShortDef

befitting young people, youthful, extravagant

Debugging

Headword:
νεοπρεπής
Headword (normalized):
νεοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
νεοπρεπης
IDX:
22052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22074
Key:
neopreph/s

Data

{'content': 'νεοπρεπής\n νεο-πρεπής, ές\n πρέπω\n befitting young people, youthful, extravagant, Plut.', 'key': 'neopreph/s'}