Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
νεόρρυτος
View word page
νεόπηκτος
νεόπηκτος νεό-πηκτος, ον fresh curdled, fresh made, Babr.
ShortDef
fresh curdled, fresh made (νεοπηγής LSJ)
Debugging
Headword:
νεόπηκτος
Headword (normalized):
νεόπηκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοπηκτος
IDX:
22048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22070
Key:
neo/phktos
Data
{'content': 'νεόπηκτος\n νεό-πηκτος, ον\n fresh curdled, fresh made, Babr.', 'key': 'neo/phktos'}