Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
νεόρρυτος
View word page
νεοπηγής
νεοπηγής νεο-πηγής, ές πήγνυμι lately built or made, Anth.

ShortDef

lately built

Debugging

Headword:
νεοπηγής
Headword (normalized):
νεοπηγής
Headword (normalized/stripped):
νεοπηγης
IDX:
22047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22069
Key:
neophgh/s

Data

{'content': 'νεοπηγής\n νεο-πηγής, ές\n πήγνυμι\n lately built or made, Anth.', 'key': 'neophgh/s'}