Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεόρραντος
View word page
νεοπενθής
νεοπενθής νεο-πενθής, ές πένθος fresh-mourning, Od.

ShortDef

fresh-mourning

Debugging

Headword:
νεοπενθής
Headword (normalized):
νεοπενθής
Headword (normalized/stripped):
νεοπενθης
IDX:
22046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22068
Key:
neopenqh/s

Data

{'content': 'νεοπενθής\n νεο-πενθής, ές\n πένθος\n fresh-mourning, Od.', 'key': 'neopenqh/s'}