Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
View word page
νέομαι
νέομαι to go or come (mostly with fut. sense), πάλιν ν. to go away or back, return, Hom.; οἶκόνδε νέεσθαι Hom.; of streams, to flow back, Il.

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
νέομαι
Headword (normalized):
νέομαι
Headword (normalized/stripped):
νεομαι
IDX:
22044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22066
Key:
ne/omai

Data

{'content': 'νέομαι\n to go or come (mostly with fut. sense), πάλιν ν. to go away or back, return, Hom.; οἶκόνδε νέεσθαι Hom.; of streams, to flow back, Il.', 'key': 'ne/omai'}