Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
νεόποκος
νεοπρεπής
νεόπριστος
View word page
νεόλουτος
νεόλουτος νεό-λουτος, Epic νοέλ-λουτος, ον just bathed, Hhymn.
ShortDef
just bathed
Debugging
Headword:
νεόλουτος
Headword (normalized):
νεόλουτος
Headword (normalized/stripped):
νεολουτος
IDX:
22043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22065
Key:
neo/loutos
Data
{'content': 'νεόλουτος\n νεό-λουτος, Epic νοέλ-λουτος, ον\n just bathed, Hhymn.', 'key': 'neo/loutos'}