Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
νεόπλουτος
νεόπλυτος
View word page
νεόκτιστος
νεόκτιστος νεό-κτιστος, ον κτίζω newly founded or built, Hdt., Thuc.
ShortDef
newly founded
Debugging
Headword:
νεόκτιστος
Headword (normalized):
νεόκτιστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκτιστος
IDX:
22040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22062
Key:
neo/ktistos
Data
{'content': 'νεόκτιστος\n νεό-κτιστος, ον\n κτίζω\n newly founded or built, Hdt., Thuc.', 'key': 'neo/ktistos'}