Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
νεόπηκτος
View word page
νεόκοτος
νεόκοτος νεό-κοτος, ον new and strange, unheard of, Aesch. -κοτος seems to be a mere termin.
ShortDef
new and strange, unheard of
Debugging
Headword:
νεόκοτος
Headword (normalized):
νεόκοτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκοτος
IDX:
22038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22060
Key:
neo/kotos
Data
{'content': 'νεόκοτος\n νεό-κοτος, ον\n new and strange, unheard of, Aesch.\n -κοτος seems to be a mere termin.', 'key': 'neo/kotos'}