Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
νεοπηγής
View word page
νεόκοπτος
νεόκοπτος νεό-κοπτος, ον κόπτω fresh-chiselled, Ar.

ShortDef

fresh-chiselled

Debugging

Headword:
νεόκοπτος
Headword (normalized):
νεόκοπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκοπτος
IDX:
22037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22059
Key:
neo/koptos

Data

{'content': 'νεόκοπτος\n νεό-κοπτος, ον\n κόπτω\n fresh-chiselled, Ar.', 'key': 'neo/koptos'}