Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
νέομαι
νεοπαθής
νεοπενθής
View word page
νεόκμητος
νεόκμητος νεό-κμητος, ον κάμνω just slain, Eur.
ShortDef
just slain
Debugging
Headword:
νεόκμητος
Headword (normalized):
νεόκμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοκμητος
IDX:
22036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22058
Key:
neo/kmhtos
Data
{'content': 'νεόκμητος\n νεό-κμητος, ον\n κάμνω\n just slain, Eur.', 'key': 'neo/kmhtos'}