Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
νεόλουτος
View word page
νεοκηδής
νεοκηδής νεο-κηδής, ές κῆδος whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.
ShortDef
whose grief is fresh, freshgrieving
Debugging
Headword:
νεοκηδής
Headword (normalized):
νεοκηδής
Headword (normalized/stripped):
νεοκηδης
IDX:
22033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22055
Key:
neokhdh/s
Data
{'content': 'νεοκηδής\n νεο-κηδής, ές\n κῆδος\n whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.', 'key': 'neokhdh/s'}