Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
νεολαία
View word page
νεοκατάστατος
νεοκατάστατος νεο-κατάστᾰτος, ον καταστῆναι, aor2 of καθίστημι newly settled, Thuc.

ShortDef

newly settled

Debugging

Headword:
νεοκατάστατος
Headword (normalized):
νεοκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαταστατος
IDX:
22032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22054
Key:
neokata/statos

Data

{'content': 'νεοκατάστατος\n νεο-κατάστᾰτος, ον\n καταστῆναι, aor2 of καθίστημι\n newly settled, Thuc.', 'key': 'neokata/statos'}