Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
νεόκτιστος
νεόκτονος
View word page
νέοικος
νέοικος newly built, Pind.

ShortDef

newly housed, a new denizen

Debugging

Headword:
νέοικος
Headword (normalized):
νέοικος
Headword (normalized/stripped):
νεοικος
IDX:
22031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22053
Key:
ne/oi

Data

{'content': 'νέοικος\n newly built, Pind.', 'key': 'ne/oi'}