Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεοκράς
View word page
νεοθλιβής
νεοθλιβής νεο-θλῐβής, ές θλίβω = νεόθλιπτος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοθλιβής
Headword (normalized):
νεοθλιβής
Headword (normalized/stripped):
νεοθλιβης
IDX:
22029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22051
Key:
neoqlibh/s
Data
{'content': 'νεοθλιβής\n νεο-θλῐβής, ές\n θλίβω\n = νεόθλιπτος, Anth.', 'key': 'neoqlibh/s'}