Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
νεόκμητος
νεόκοπτος
View word page
νεόθηλος
νεόθηλος νεό-θηλος, ον θήλη just giving milk, Aesch.

ShortDef

just giving milk

Debugging

Headword:
νεόθηλος
Headword (normalized):
νεόθηλος
Headword (normalized/stripped):
νεοθηλος
IDX:
22027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22049
Key:
neo/qhlos

Data

{'content': 'νεόθηλος\n νεό-θηλος, ον\n θήλη\n just giving milk, Aesch.', 'key': 'neo/qhlos'}