Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
νεοκληρόνομος
νεόκλωστος
View word page
νεοθηγής
νεοθηγής νεο-θηγής, ές θήγω = νεοθηλής, Anth.

ShortDef

newly whetted

Debugging

Headword:
νεοθηγής
Headword (normalized):
νεοθηγής
Headword (normalized/stripped):
νεοθηγης
IDX:
22025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22047
Key:
neoqhgh/s

Data

{'content': 'νεοθηγής\n νεο-θηγής, ές\n θήγω\n = νεοθηλής, Anth.', 'key': 'neoqhgh/s'}