Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
νεοκηδής
View word page
νεόζυγος
νεόζυγος νεό-ζῠγος, ον ζεύγνυμι newly yoked: metaph. new-married, Eur.

ShortDef

newly yoked; newly married

Debugging

Headword:
νεόζυγος
Headword (normalized):
νεόζυγος
Headword (normalized/stripped):
νεοζυγος
IDX:
22023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22045
Key:
neo/zugos

Data

{'content': 'νεόζυγος\n νεό-ζῠγος, ον\n ζεύγνυμι\n newly yoked: metaph. new-married, Eur.', 'key': 'neo/zugos'}