Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
νεοκατάστατος
View word page
νεοζυγής
νεοζυγής νεο-ζῠγής, ές = νεόζυγος, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοζυγής
Headword (normalized):
νεοζυγής
Headword (normalized/stripped):
νεοζυγης
IDX:
22022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22044
Key:
neozugh/s
Data
{'content': 'νεοζυγής\n νεο-ζῠγής, ές\n = νεόζυγος, Aesch.', 'key': 'neozugh/s'}