Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
νέοικος
View word page
νεόζευκτος
νεόζευκτος νεό-ζευκτος, ον ζεύγνυμι = νεόζυγος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεόζευκτος
Headword (normalized):
νεόζευκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοζευκτος
IDX:
22021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22043
Key:
neo/zeuktos

Data

{'content': 'νεόζευκτος\n νεό-ζευκτος, ον\n ζεύγνυμι\n = νεόζυγος, Anth.', 'key': 'neo/zeuktos'}