Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
νεοίη
View word page
νεόδρομος
νεόδρομος νεό-δρομος, ον δραμεῖν just having run, Babr.

ShortDef

just having run

Debugging

Headword:
νεόδρομος
Headword (normalized):
νεόδρομος
Headword (normalized/stripped):
νεοδρομος
IDX:
22020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22042
Key:
neo/dromos

Data

{'content': 'νεόδρομος\n νεό-δρομος, ον\n δραμεῖν\n just having run, Babr.', 'key': 'neo/dromos'}