Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθλιβής
View word page
νεόδρεπτος
νεόδρεπτος νεό-δρεπτος, ον δρέπω fresh-plucked, βωμοὶ ν. altars wreathed with fresh-plucked leaves, Theocr.

ShortDef

fresh-plucked

Debugging

Headword:
νεόδρεπτος
Headword (normalized):
νεόδρεπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδρεπτος
IDX:
22019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22041
Key:
neo/dreptos

Data

{'content': 'νεόδρεπτος\n νεό-δρεπτος, ον\n δρέπω\n fresh-plucked, βωμοὶ ν. altars wreathed with fresh-plucked leaves, Theocr.', 'key': 'neo/dreptos'}