Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
View word page
νεόδμητος2
νεόδμητος2 νεό-δμητος, Doric νεό-δμᾱτος, ον δέμω new-built, Pind., Anth.
ShortDef
newly tamed, wedded
new-built
Debugging
Headword:
νεόδμητος2
Headword (normalized):
νεόδμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοδμητος2
IDX:
22018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22040
Key:
neo/dmhtos2
Data
{'content': 'νεόδμητος2\n νεό-δμητος, Doric νεό-δμᾱτος, ον\n δέμω\n new-built, Pind., Anth.', 'key': 'neo/dmhtos2'}