Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
νεόθηλος
View word page
νεόδμητος
νεόδμητος νεό-δμητος, ον δαμάω newly tamed, of horses: metaph. new-wedded, Eur.

ShortDef

newly tamed, wedded
new-built

Debugging

Headword:
νεόδμητος
Headword (normalized):
νεόδμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοδμητος
IDX:
22017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22039
Key:
neo/dmhtos1

Data

{'content': 'νεόδμητος\n νεό-δμητος, ον\n δαμάω\n newly tamed, of horses: metaph. new-wedded, Eur.', 'key': 'neo/dmhtos1'}