Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
νεοθηλής
View word page
νεοδμής
νεοδμής = νεόδμητοs1 newly tamed, πῶλος Hhymn.; γάμοι a newly formed marriage, Eur.

ShortDef

newly tamed

Debugging

Headword:
νεοδμής
Headword (normalized):
νεοδμής
Headword (normalized/stripped):
νεοδμης
IDX:
22016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22038
Key:
neodmh/s

Data

{'content': 'νεοδμής\n = νεόδμητοs1\n newly tamed, πῶλος Hhymn.; γάμοι a newly formed marriage, Eur.', 'key': 'neodmh/s'}