Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
νεοθηγής
View word page
νεοδίδακτος
νεοδίδακτος νεο-δίδακτος, ον of dramas, newly brought out, Luc.

ShortDef

newly brought out

Debugging

Headword:
νεοδίδακτος
Headword (normalized):
νεοδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδιδακτος
IDX:
22015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22037
Key:
neodi/daktos

Data

{'content': 'νεοδίδακτος\n νεο-δίδακτος, ον\n of dramas, newly brought out, Luc.', 'key': 'neodi/daktos'}