Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεόγαμος
νεογενής
νεογιλός
νεογνός
νεόγονος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεοδαμώδης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος2
νεόδρεπτος
νεόδρομος
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νεόθεν
View word page
νεόδαρτος
νεόδαρτος νεό-δαρτος, ον δείρω newly stripped off, Od. newly flayed, βοῦς Xen.
ShortDef
newly stripped off
Debugging
Headword:
νεόδαρτος
Headword (normalized):
νεόδαρτος
Headword (normalized/stripped):
νεοδαρτος
IDX:
22014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22036
Key:
neo/dartos
Data
{'content': 'νεόδαρτος\n νεό-δαρτος, ον\n δείρω\n newly stripped off, Od.\n newly flayed, βοῦς Xen.', 'key': 'neo/dartos'}